Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
Ὁ
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὀφείλει τὴν ἐπωνυμία του στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔλαβε
τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, πλησίων τῶν
Κλαζομενῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς, ἀπὸ τοὺς
ὁποίους, παράλληλα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς διδασκάλους του, ἔμαθε τὰ πρῶτα ἱερὰ
γράμματα. Κατόπιν πῆγε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔζησε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα κοντὰ
σὲ κάποιον ἐνάρετο μοναχὸ καὶ ἔγινε καὶ ὁ ἴδιος δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια μετάβη
στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ ἔζησε ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ
τὴν ταπεινοφροσύνη, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἀπὸ τὸ Σινᾶ
ἀναχώρησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὡς ἐπισκέπτης καὶ προσκυνητὴς τοῦ Παναγίου Τάφου
καὶ τῶν λοιπῶν προσκυνημάτων τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν ἦλθε στὴν Κρήτη, στοὺς
Καλοὺς Λιμένες, ὅπου διδάχθηκε τὴ νοερὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη Ἀρσένιο τὸν
Ἁγιοφαραγγίτη.
Στὴν
συνέχεια μετέβη μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς μονές,
τὶς σκῆτες καὶ τὰ κελιά, καθὼς καὶ τοὺς δύσβατους καὶ ἐρημικοὺς τόπους του, κατοίκησε
κατ’ ἀρχὴν στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ
Φιλοθέου καὶ μετὰ στὶς Καρυὲς καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ Ἄθω.
Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔχτιζε κελιὰ γιὰ ὅσους ἔρχονταν πρὸς αὐτόν. Αὐτοὶ ἦταν στὸ σύνολό τους ἐπιφανεῖς ἄνδρες,
οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀκούσουν τὴν ψυχωφελέστατη διδασκαλία του καὶ νὰ
μονάσουν κοντά του. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τὴν ἀναχώρηση καὶ δὲν ἤθελε
«οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν νὰ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ τὴν θεωρίαν», μετέβαινε σὲ δύσβατα καὶ
ἀπόκρημνα μέρη, ὅπου ἦταν δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοῦ
ἐκφράσουν τὴν εὐλάβειά τους, διαταράζοντας ἔτσι τὴν ἡσυχία ποὺ τόσο ποθοῦσε.
Ὁ Ὅσιος, λοιπόν, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία στὴν ἐποχή του καὶ διακρίθηκε προπαντὸς ὡς ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος συστηματικὸς δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν Καταλανῶν πειρατῶν ποὺ ἐπανειλημμένως τὸ λυμαίνονταν ἐκείνη τὴν ἐποχή, μετέβη στὴν Σερβία καὶ Βουλγαρία, στὶς πόλεις Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀλεξανδρούπολη καὶ στὰ νησιὰ Χίο καὶ Μυτιλήνη, μεταφέροντας παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μοναστικῆς πολιτείας. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, δὲν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1282 – 1328) νὰ προσέλθει στὰ ἀνάκτορα.
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν Καταλανῶν πειρατῶν ποὺ ἐπανειλημμένως τὸ λυμαίνονταν ἐκείνη τὴν ἐποχή, μετέβη στὴν Σερβία καὶ Βουλγαρία, στὶς πόλεις Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀλεξανδρούπολη καὶ στὰ νησιὰ Χίο καὶ Μυτιλήνη, μεταφέροντας παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μοναστικῆς πολιτείας. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, δὲν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1282 – 1328) νὰ προσέλθει στὰ ἀνάκτορα.
Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἦλθε στὸ Κατακεκρυωμένον ὄρος τῆς Θράκης, στὰ σύνορα Βυζαντίου καὶ Βουλγαρίας, ἀγωνιζόμενος τὸν ἡσυχαστικὸ ἀγώνα. Τελικὰ ἐπανῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γενόμενος πανηγυρικὰ δεκτὸς ἀπὸ
τοὺς μοναχοὺς τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔπειτα μετέβη καὶ πάλι στὸ ὄρος
Κατακεκρυωμένον, ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔγινε εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ
στοὺς Σλάβους καὶ τοὺς Βούλγαρους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὰ Παρόρια τὸ 1331 καὶ
πάλι τὸ 1335.
Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἦταν ἡ συνειδητοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ χορηγήθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ βρίσκεται κρυμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Οἱ
περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς πέφτουν στὴν ἁμαρτία ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ἁμαρτωλὴ συνήθεια
στὴν ἀναισθησία καὶ στὴν τύφλωση καὶ δὲν ξέρουμε πιὰ ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει Θεός,
ποιοὶ εἴμαστε, τί μποροῦμε νὰ φθάσουμε, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ
φωτός, παιδιὰ καὶ μέλη Χριστοῦ. Εἴχαμε βαπτισθεῖ σὲ ὥριμη ἡλικία; Δὲν διακρίναμε
παρὰ τὸ νερὸ καὶ ὄχι τὸ Πνεῦμα. Κι ἂν ἀκόμη εἴμαστε ἀναγεννημένοι μὲ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, πιστεύουμε μὲ νεκρὴ καὶ ἀδρανὴ πίστη… Καταντήσαμε σάρκα καὶ
συμπεριφερόμαστε ἀκολουθώντας τὴ σάρκα… Ὑπάρχουν δύο τρόποι νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δεχθήκαμε μυστηριακὰ μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα: α)
Ἡ δωρεὰ αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μὲ τρόπο γενικὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν καὶ μὲ
θυσία ἐπίπονων προσπαθειῶν καὶ β) Ἐκδηλώνεται στὴ ζωὴ ὑποταγῆς (στὸν πνευματικὸ
πατέρα), μὲ τὴν μεθοδικὴ καὶ ἐξακολουθητικὴ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλαδὴ
τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη ὁδὸς εἶναι ἡ πιὸ μακρινή, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἡ πιὸ
σύντομη, μὲ τὸν ὅρο νὰ ἔχεις μάθει νὰ ἀνασκάπτεις τὴ γῆ θαρραλέα καὶ ἐπίμονα
γιὰ νὰ ἀποκαλύψεις τὸ χρυσάφι».
Ἡ κυριότερη ἀπασχόληση τοῦ Ὁσίου ἦταν νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές του ἀπὸ φανταστικὲς ὀπτασίες, ποὺ ὄχι μόνο προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀκόμη συχνότερα προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ δαίμονα. «Ἐραστὴ
τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι πολὺ προσεκτικός. Ὅταν, ἀπασχολούμενος στὴν ἐργασία σου,
βλέπεις ἕνα φῶς ἢ μία φλόγα, μέσα σου ἢ ἔξω ἀπὸ ἐσένα, τὴν αὐτολεγόμενη εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ, Ἀγγέλους ἢ Ἁγίους, μὴν τὴν παραδεχθεῖς. Θὰ κινδυνεύσεις νὰ τὴν
πάθεις. Μὴν ἐπιτρέπεις, πολὺ περισσότερο, στὸ πνεῦμα σου νὰ ἐνδυναμωθεῖ ἀπὸ
αὐτή. Ὅλοι οἱ ἐξωτερικοὶ αὐτοὶ ἐπίπλαστοι σχηματισμοὶ ἔχουν ἀποτέλεσμα νὰ
πλανήσουν τὴν ψυχή. Ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θέρμη τῆς καρδιᾶς ποὺ
κατακαίει τὰ πάθη, προκαλεῖ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν χαρὰ στὴν ψυχὴ καὶ
συμμορφώνει τὴν καρδιὰ σὲ μία βέβαιη ἀγάπη καὶ ἕνα συναίσθημα ἀδιαφιλονίκητης πληρότητος».
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης «ἐπιμένει ἐδῶ, πάνω σὲ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης μυστικῆς παράδοσης. Ἡ φαντασία κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες μορφὲς εἶναι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό».
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης «ἐπιμένει ἐδῶ, πάνω σὲ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης μυστικῆς παράδοσης. Ἡ φαντασία κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες μορφὲς εἶναι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό».
Ἀπὸ τοὺς πολυπληθεῖς μαθητὲς καὶ διαδόχους τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ συγκεντρώθηκαν κοντά του πολὺ νωρίς, ἰδιαίτερα ὅταν βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἑξῆς: ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐβοίας, ὁ συμπολίτης του Ἰωσὴφ ποὺ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν Λατίνων, ὁ ἀββᾶς Νικόλαος ἐξ Ἀθηνῶν ποὺ ἀντιστάθηκε ἐπίσης κατὰ τῶν Λατίνων καὶ μάλιστα κατὰ τοῦ λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τοῦ Παλαιολόγου καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ πολλὰ δεινά, ὁ Μᾶρκος ἀπὸ τὶς Κλαζομενὲς ποὺ ὑπῆρξε θεωρητικὸς καὶ ἐνάρετος ἀσκητὴς καὶ μαρτυρεῖται ὅτι εἶδε τὴν Παναγία νὰ σκεπάζει τὸ Ἅγιον Ὄρος δορυφορούμενη ἀπὸ Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ὁ Α’, ὁ Ἰάκωβος ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς του ἔγινε Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Κλήμης.
Ὅλοι αὐτοὶ διέπρεψαν μὲ τὴ στάση τους στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας, γι’ αὐτὸ καὶ μερικοὶ ἔφθασαν μέχρι τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Κάποιοι
ἄλλοι μάλιστα ἀποτέλεσαν καὶ τοὺς πρώτους μοναχοὺς τῆς μονῆς Γρηγορίου, καθὼς
κατέβηκαν ἀπὸ τὴ δύσβατη περιοχὴ ὅπου βρίσκονταν πρὸς τὴν παραλία, στὴ σημερινὴ
θέση της, προβαίνοντας ταυτόχρονα στὴν ἵδρυση καὶ τὴν τέλεια ἀποκατάστασή της
σὲ κοινόβιο.
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀσθένεια ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε στὶς 27 Νοεμβρίου 1347. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του τὴν 6η Ἀπριλίου, ἀλλὰ καὶ τὴν 11η Φεβρουαρίου καὶ τὴν 27η Νοεμβρίου.
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀσθένεια ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε στὶς 27 Νοεμβρίου 1347. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του τὴν 6η Ἀπριλίου, ἀλλὰ καὶ τὴν 11η Φεβρουαρίου καὶ τὴν 27η Νοεμβρίου.
Τὰ Νηπτικὰ
Ἔργα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου διασώζονται στὴν Πατρολογία καὶ στὴ Φιλοκαλία.
Μεταξὺ τῶν
συγγραμμάτων του πρέπει νὰ μνημονευθοῦν δύο δοκίμια, τὸ «Περὶ ἡσυχίας καὶ περὶ
τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς» καὶ τὸ «Περὶ τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι τὸν
ἡσυχάζοντα εἰς τὴν εὐχήν».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, ὤφθης ταμεῖον, διὰ νήψεως, νοὸς παμμάκαρ, καὶ προσευχῆς νοερᾶς λύχνος ἄσβεστος· ὅθεν ἡμᾶς διεγείρεις Γρηγόριε, πρὸς ἐργασίαν αὐτῆς θείοις λόγοις σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἐν Σιναίῳ πρότερον, ἀγγελικῶς βιοτεύσας, ἐν τῷ Ἄθῳ ὕστερον, περιφανῶς
διαλάμπεις· πάντας γὰρ πρὸς προσευχῆς θείας κτῆσιν, λόγῳ σου, σοφῶς καὶ ἔργῳ
Πάτερ διδάσκεις· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς θείας δόξης σκεῦος Γρηγόριε.
Γρήγορος ἐν πᾶσιν ἀναδειχθείς, προσευχῆς ἁγίας, ὤφθης θεῖος ὑφηγητής, πρὶς ἣν ἡμᾶς πάντας, ὀτρύνεις τῷ σῷ λόγῳ, Γρηγόριε παμμάκαρ ἀξιοθαύμαστε.
Ἕτερος βίος τοῦ Ὁσίου
Ὁ ἅγιος πατέρας μας Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὴ μοναχικὴ κουρὰ στὸ ὅρος Σινὰ καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάστηκε Σιναΐτης, ἤκμασε στὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, γύρω στὸ 1330.
Ὅταν ᾖρθε στὸ ὅρος τοῦ Ἄθω καὶ γύρισε τὰ διάφορα μοναστήρια καὶ ἥσυχαστηρια, βρῆκε πολλοὺς νὰ τοὺς κοσμεῖ ἡ σύνεση καὶ ἡ σεμνότητα τοῦ ἤθους καὶ νὰ ἐπιμελοῦνται τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ μόνο, νὰ εἶναι ὅμως τόσο ἀμύητοι στὴν φύλαξη
τοῦ νοῦ, τὴν ἀκρίβεια τῆς ἡσυχίας καὶ τὴ θεωρία, ὥστε οὔτε τὸ ὄνομά τους νὰ γνωρίζουν.
Μόνο τρεῖς βρῆκε στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά, ἀντίκρυ στὴ Μονὴ Φιλοθέου,
τοὺς Ἠσαΐα,
Κορνήλιο καὶ Μακάριο, ποὺ ἀσχολοῦνταν λίγο καὶ μὲ τὴ θεωρία.
Κινούμενος λοιπὸν ἀπὸ θερμὸ θεῖο ζῆλο, ὄχι μονάχα
αὐτοὺς ποὺ ἡσύχαζαν
μόνοι τους, ἀλλὰ καὶ ὅλους τους κοινοβιάτες, τοὺς δίδασκε
περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς τοῦ νοῦ καὶ νοερᾶς προσευχῆς.
Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἵδρυσε καὶ τρία μεγάλα μοναστήρια στὰ Παρόρια τῆς Μακεδονίας καὶ ἀφοῦ γύρισε
πάμπολλους τόπους καὶ ἐπαρχίες, παρακινοῦσε ὅλους γενικὰ μὲ τὶς θεῖες διδασκαλίες του στὴν ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς, καὶ μὲ αὐτὴν ὁδήγησε πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια καὶ ἀπὸ ἀναξίους τους ἀνέδειξε ἀξίους (πρβλ. Ἱερ. 15,19)
καὶ ἔγινε αἴτιος νὰ σωθοῦν. Ἐκτενέστατο
βίο τὸν σννέγραψε ὁ ἁγιότατος
πατριάρχης Κάλλιστος, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε καὶ μαθητής
του.
Ἀλλὰ ὁ ἀοίδιμος Γρηγόριος, ὅπως στὴ ζωὴ τοῦ ἦταν γιὰ ὅλους
διδάσκαλος τῆς ἱερῆς νήψεως, ἔτσι πάλι καὶ μετὰ θάνατόν μας καθοδηγεῖ σ' αὐτὴν μὲ τὰ παρόντα
συγράμματά του. Γιατί σ' αὐτὰ μυσταγωγεῖ τὸν πρακτικὸ τρόπο τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς προσευχῆς ἄριστα καὶ τελειότατα, διδάσκει περὶ ἠθικῶν ἀρετῶν καὶ παθῶν καὶ διασαφεῖ ποιὰ εἶναι τὰ σημάδια τῆς πλάνης
καὶ ποιὰ τῆς χάρης.
Καὶ γενικά, αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι χρησιμότατο, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαρίους καὶ γιὰ τοὺς μέσους
καὶ γιὰ τοὺς τελείους. Τὸν πνευματικὸ πλοῦτο ποὺ κρύβει, πόσο πολὺς καὶ πόσο μεγάλος εἶναι, θὰ τὸν βρεῖ ὅποιος δὲ θὰ τὸ μελετήσει σὰν πάρεργο καὶ θὰ δοκιμάσει
πράγματι ἀπερίγραπτη χαρὰ γιὰ τὴν ἀνεύρεσή
του.
Ο ὅσιος Γρηγόριος
ὁ Σιναΐτης, ὡς καρεῖς μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Σινᾶ, γεννήθηκε τὸ 1255 σὲ ἕνα χωριὸ τῶν Κλαζομενῶν, Κούκουλον. Νέος ἀκόμη
συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς καὶ ἀπελευθερώθηκε μὲ τὴν καταβολὴ λύτρων ἀπὸ εὐλαβεῖς
χριστιανοὺς τῆς Λαοδικείας. Θέλοντας νὰ γνωρίσει
τὸ μοναχικὸ βίο καὶ
συγκροτημένος μὲ τὴ σοφία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν κλασσικὴ
γραμματεία ἐπεχείρησε ταξίδι στὴν Κύπρο ὅπου
περιεβλήθη τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα, χωρὶς νὰ λάβει ἐκεῖ κουρά.
Ἀπὸ τὴν Κύπρον ἀνεχώρησε γιὰ τὸ ὄρος Σινὰ γιὰ χάρη αὐστηροτέρας ζωῆς. Ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης,
ὅπου ὑποβάλλεται
σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες μέσα στὰ πλαίσια τῆς σιναϊτικῆς
παραδόσεως, ποὺ ἀρχιτεκτόνησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Φθονηθεῖς γιὰ τὴν ἰσάγγελη
ζωή του, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ μὲ ἕνα μαθητή
του καί, ἀφοῦ προσκύνησαν στοὺς ἁγίους Τόπους, ἔφθασαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες
τῆς Κρήτης. Ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα, ἐξέλεξαν ἡσυχαστικὸ τόπο, ὅπου ἔκτισαν κελλία. Ἐκεῖ γνωρίζεται μὲ ἕνα Κρητικὸν ἀναχωρητὴ Ἀρσένιον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐδίδαξε τὴν
ψυχοτεχνικὴ μέθοδο τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἐλαφρὸ κράτημα τῆς ἀναπνοῆς.
Ἀπὸ τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε ἀπόστολος τῆς
ψυχοσωματικῆς μεθόδου ποὺ ἀπετέλεσε
κυριολεκτικῶς σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μὲ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς πνευματικῆς καὶ νηπτικῆς
παραδόσεως διὰ τῆς προσθήκης τῆς μεθόδου.
Ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἄρχισε νὰ διαδίδει
τὸ εὔρημα, τὴ «φυλακὴ τοῦ νοός», τὸν
«θεωρητικὸν βίον», τὴν «νήψιν» σὲ ἡσυχαστήρια, στὶς σκῆτες καὶ τὶς μονές. Ἐγκαταστάθηκε
στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά, ὅπου συνάντησε
τρεῖς μόνον ἡσυχαστὲς ποὺ ἤσαν
μυημένοι στὸ θεωρητικὸ βίο καὶ τὰ μυστικὰ τῆς προσευχῆς.
Ὁ μαθητὴς τοῦ Ἅγιος Κάλλιστος, ποὺ ἔγινε ἀργότερα
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δυὸ φορές, ἀφηγεῖται ὅτι ἐπειδὴ συνέρρεαν πολλοὶ μοναχοὶ γύρω του καὶ ἄλλοι φθονοῦσαν, ἀνεχώρησε ἀπ' ἐκεῖ καὶ ὑστέρα ἀπὸ
μεταβάσεις ἀπὸ τόπο σὲ τόπο,
κατέληξε στὰ Παρόρια τῆς Μακεδονίας,
ὅπου ἔκτισε μονὲς καὶ ἐδίδαξε σὲ διάφορες ἐπαρχίες τὴν νοερὰ προσευχή. Ἀφοῦ ἄφησε πλῆθος διακριθέντας γιὰ τὴν ἁγιότητά
τους μοναχοὺς καὶ διδασκάλους τῆς νηπτικῆς ἐργασίας, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 27
Νοεμβρίου τοῦ 1347, στὰ σύνορα Βυζαντίου καὶ Βουλγαρίας, ὅπου τὸ ὅρος Κατακρυωμένος.
Στὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅσα ἐγράψαμε γιὰ τὴν ψυχοσωματικὴ μέθοδο τοῦ ὁσίου
Νικηφόρου. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διευκρινισθεῖ, ὅτι τόσον ὁ Νικηφόρος, ὅσο καὶ ὁ Γρηγόριος
εἰσήγαγαν στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση μόνο τὴ μέθοδο.
Γιατί ἡ νήψη, ἡ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἡ καρδιακὴ προσευχή,
ἀκόμη καὶ ὁ θεωρητικὸς βίος ἤσαν γνωστὰ ἀπὸ τὸν τέταρτον
αἰῶνα. Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνεχῶς ἐπλουτίζοντο. Γι' αὐτὸ βλέπουμε στὰ
συγγράμματα τῶν ἀσκητικῶν καὶ νηπτικῶν Ἁγίων νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἄνθη καὶ τοὺς καρποὺς τῆς ἐν ἁγίῳ Πνευματι ζωῆς, ποὺ ὡριμάζουν ὅλο καὶ
περισσότερο.
Ἀπόδειξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἐπιχειρηματολογία
τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅταν ἀντικρούει τὶς σφοδρὲς ἐπιθέσεις τῶν λογίων του Βυζαντίου, ποὺ κατηγοροῦσαν ὡς
μασσαλιανοὺς τοὺς ἡσυχαστές. Ἐπικαλεῖται συνεχῶς προγενέστερους Πατέρες γιὰ ν' ἀποδείξει
τὴν ἀναγκαιότητα
τῆς στροφῆς τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ στὴν οὐσία του, Πατέρες, ποὺ ἔγραψαν ἀπὸ τὸν τέταρτο
μέχρι τὸν δέκατο τέταρτο αἰῶνα γιὰ τὴν διάχυση τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸ δέον τῆς ἐνοποιήσεώς
της.
Φυσικὰ ὁ θεῖος Παλαμᾶς διακρίνει σαφῶς τὴν ἐνοποίηση ἀπὸ τὴν βοηθητικὴ μέθοδο, τὸ «διὰ τῆς εἰσπνοῆς εἴσω πέμπειν
τὸν οἰκεῖον νοῦν», καὶ δέχεται ὅτι ἡ μέθοδος εἶναι μόνο
γιὰ τοὺς ἀρχαρίους, ἀφοῦ οἱ δυνατοί,
μὲ τὴν ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ νοῦ τῶν, ἐπιτυγχάνουν
τὴν «ἐνοειδὴ συνέλιξιν». Καὶ ὁ μὲν ὅσιος Νικηφόρος διδάσκει τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐνεργείας
τοῦ νοῦ στὴν οὐσία του (αὐτὸ σημαίνει στὴν καρδιά)
«διὰ τῆς ρινός», ὁ δὲ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
λέγει «κράτει καὶ τὸν ἀνασασμὸν τοῦ
πνεύματος, ἶνα μὴ ἀδεῶς πνῆς». Ἐρμηνεύοντας
αὐτὲς τὶς συστάσεις ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀνάγει τὸ φαινόμενο
στὶς φυσικὲς λειτουργίες, λέγοντας ὅτι αὐτὸ τὸ πνεῦμα εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται ἤρεμα σὲ κάθε ἐναγώνια
μελέτη καὶ σὲ κάθε προσπάθεια καλλιτεχνίας. Δηλαδὴ τὸ βλέπει σὰν αὐτόματη
λειτουργία τῆς ψυχῆς, ὁπότε δὲν ὑπάρχει καμμιὰ κατηγορία
γιὰ τὸ ἐλαφρὸ καὶ ἀνεπαίσθητο
κράτημα τῆς ἀναπνοῆς. Μόνο ποὺ πρέπει νὰ μὴ ταυτίζει κανεὶς τὴν προκαλούμενη φυσικῶς
θερμότητα τῆς καρδιᾶς μὲ τὴ χάρη, ὁπότε πλανᾶται.
Πάντως ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Σιναΐτου
εἶναι ἐναρμονισμένη
πλήρως μὲ τὴν κοινὴ Πατερικὴ καὶ πνευματικὴ παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου ὑπό Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
Μέγας νηπτικὸς πατὴρ καὶ
διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τοὺς βαλκανικοὺς λαούς.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κούκουλο τῆς Σμύρνης
τὸ 1280 ἀπὸ θεοσεβεῖς γονεῖς. «Τρωθεῖς θείω ἔρωτι» ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Κύπρο καὶ τὸ Σινά, ὅπου
κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὴν
προσωνυμία τοῦ Σιναΐτη. Ἐκεῖ οἱ μοναχοὶ ἔμειναν «ἐκστατικοὶ εἰς τὴν ἄυλον καὶ ἀσώματον σχεδὸν ζωὴν ὀποῦ ἐπολιτεύετο».
Ἄριστος καλλιγράφος, καλὸς διακονητής, φιλόπονος μελετητής, «ὑπερέβαινεν ὅλους τους ἐκεῖ πατέρας εἰς τὴν
πολυμάθειαν» καὶ τὴ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀναχωρεῖ μετὰ ἀρκετὰ ἔτη στὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ τὴν Κρήτη.
Στὴ μεγαλόνησο διδάσκεται ἀπὸ τὸν ἐνάρετο ἀσκητὴ Ἀρσένιο τὰ μυστικά της θεωρητικῆς ζωῆς.
Ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡσυχάζει στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά. Λυπόταν ὅμως, γιατί
ὅλοι οἱ ἐδῶ πατέρες
«οὐδὲ ἤξευραν τελείως τί θέλει νὰ εἰπῇ νοερὰ προσευχὴ ἢ φυλακὴ νοὸς καὶ νήψις».
Στοὺς πολλοὺς καὶ καλοὺς μαθητὲς του δίδαξε τὴν ἐργασία τῆς θεοποιοῦ εὐχῆς. Ὁ μισόκαλος δαίμονας ὅμως, μισώντας τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ἐργασία του,
ἔβαλε ἀνθρώπους νὰ τὸν
φθονήσουν. Ἔτσι ἀναχώρησε σὲ τόπους ἥσυχους, κοντὰ στὴ μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας, καὶ «δὲν ἤθελε οὐδὲ εἰς ὀλίγην ὥραν νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὴν θεωρίαν». Ἐπιδρομὴ Ἀγαρηνῶν τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐξέλθει τοῦ Ὅρους καὶ νὰ
περιπλανηθεῖ ἐπὶ πολὺ σὲ διάφορους
τόπους. Ἐπιστρέφει στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ νέες ἐπιδρομὲς τὸν ὁδηγοῦν στὰ Παρόρια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου κτίζει
μονὲς καὶ ἀποκτᾷ πολλοὺς ἄξιους
μαθητές, ποὺ συνεχίζουν τὸ σωτήριο ἔργο του, στὸν τόπο αὐτό, μετὰ ἀπὸ πολλὲς νῖκες κατὰ δαιμόνων,
θαυματουργίες ὑπὲρ ἀσθενῶν, παρέδωσε τὴν ψυχή του
στὸν Κύριο.
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ἤθελε «νὰ σύρῃ ὅλους τους χριστιανοὺς εἰς τὴν θείαν ἀνάβασιν μὲ τὴν διδασκαλίαν του, εἰς τρόπον ὀποῦ μὲ τὸ μέσον τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς νὰ τοὺς ἀνεβάση, ὡσὰν καὶ τὸν ἐαυτόν του,
εἰς τὸ ὕψος τῆς θεωρίας
μὲ τὴν συχνὴν δέησιν τῆς νοερᾶς προσευχῆς». Στὸν ἴδιο σκοπὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ
συντελέσει καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο.
Συγγραφέας τοῦ μεγάλης ἀξίας καὶ θαυμασίου
βίου του εἶναι ὁ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀγαπητὸς μαθητὴς τοῦ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κάλλιστος ὁ Α΄. Ὁ βίος αὐτὸς σύντομα μεταφράσθηκε στὴ μεσαιωνοβουλγαρικὴ γλῶσσα ἀπὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου καὶ γνώρισε
μεγάλη διάδοση. Στὴ σλαβικὴ ἀπὸ τὸν Παΐσιο
Βελιτσκόφσκυ, στὴ ρουμανικὴ ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Μελέτιο, στὴ
νεοελληνικὴ ἀπὸ τὸν ὅσιο
Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, στὴ ρωσικὴ καὶ στὴ σερβικὴ ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη Ἰουστίνο
Πόποβιτς. Ἀκολουθία συνέθεσε ὁ Χ.Μ. Μπούσιας.
κείμενο του Φώτη Κόντογλου γιὰ τὸν Ὅσιο Γρηγόριο
«Αὐτὸς ὁ ἅγιος πρωτόγραψε γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή» καὶ μὲ τί τρόπο γίνεται πρακτικά».
Στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ λένε τοῦ Γρηγορίου, ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιὰ ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸν γαρμπὴ (νοτιοδυτικά). Εἶναι χτισμένο σ᾿ ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἐμορφοχτισμένο κι᾿ ἁγιασμένο κάστρο ποὺ ἔχει μέσα στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι πατέρες εἶναι Μοραΐτες, καὶ διατηροῦνε τὸ μοναστήρι τους μὲ πολλὴ τάξη, φιλόξενοι στὸ ἔπακρον. Ὁ προσκυνητὴς μαγεύεται ἀπὸ τὴν ἔμορφη τοποθεσία. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ βλέπει τὸ πέλαγο μὲ τὰ βουερὰ κύματά του ποὺ ἔρχονται καὶ χτυπᾶνε στὰ ριζιμιά του βράχου, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπει βουνὰ ἔμορφα καὶ δασωμένα ποὺ κατεβαίνουνε ἀπὸ τὴ μεγάλη κορφὴ τοῦ Ἄθωνα. Μέσα σὲ μία βαθειὰ χαράδρα, ποὺ τὴ λένε Χρέντελι, ἀκούγονται νερὰ δροσερὰ ποὺ γαργαρίζουνε κρυμμένα ἀπὸ τὰ κρεμαστὰ δέντρα ὅπου εἶναι φυτρωμένα στὶς πλαγιές της.
Τὸ μοναστήρι εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νικόλαο. Πρωτοχτίσθηκε παλαιά, πλὴν τὸ σημερινὸ καθολικὸ (ἡ μεγάλη ἐκκλησία) εἶναι καινούργιο χτισμένο στὰ 1770 ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ τὸν Ἀκαρνάνα. Οἱ τοῖχοι εἶναι ἱστορημένοι μὲ ζωγραφικὴ κανωμένη ἀπὸ εὐλαβεῖς ἁγιογράφους, καὶ μὲ ὅλο ποὺ δὲν εἶναι παλαιά, ἔχει τὴ γλυκειὰ εὐωδία τῆς Ὀρθοδοξίας. δὲν εἶναι ἁγιογραφημένη μοναχὰ ἡ ἐκκλησία (τὸ καθολικόν) ἀλλὰ κι᾿ ὁ νάρθηκας κι᾿ ἡ λιτή. Σώζεται ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ λέγει: «Ἱστορήθη ὁ παρὼν θεῖος καὶ ἱερώτατος ναὸς τῆς θείας καὶ ἱερᾶς μονῆς τοῦ Γρηγορίου διὰ συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἀρχιμανδρίτου κὺρ παπᾶ Γαβριήλ. Ἱστορήθη διὰ χειρῶν τῶν εὐτελεστάτων ζωγράφων Γαβριὴλ ἱερομονάχου καὶ Γρηγορίου ἐκ πόλεως Καστορίας. Ἐν ἔτει 1779 Ὀκτωβρίου 16».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ὑπάρχουνε καὶ κάμποσα παλαιὰ εἰκονίσματα σὲ ξύλο, ποὺ τὰ φυλάγουνε καὶ τὰ διατηροῦνε μὲ μεγάλη προσοχὴ οἱ πατέρες, καθὼς κι ἅγια λείψανα, βιβλία, κι ἄλλα κειμήλια. Στὴ λιτή της ἐκκλησίας εἶναι ζωγραφισμένοι οἱ δυὸ κτίτορες τῆς Μονῆς, δεξιὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κι᾿ ἀριστερὰ Ἰωακεὶμ ὁ Ἀκαρνάν, βαστώντας τὸ ὁμοίωμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωακεὶμ εἶναι ὁ δεύτερος κτίτορας, γιατὶ τὸ μοναστήρι κάηκε στὰ 1761 καὶ τὸ ξανάχτισε στὰ 1770. Ὁ πρῶτος κτίτορας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἕνας τέτοιος ἅγιος, καὶ ὅμως δὲν θὰ τὸν ξέρη κανένας ἀπὸ ὅσους θὰ διαβάσουνε τοῦτα ποὺ γράφω κι᾿ ἂς εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ βαθειὲς ψυχὲς ποὺ φανήκανε στὴ Χριστιανωσύνη. Τὸ πνεῦμα ποὺ βυθίσθηκε σὲ μεγάλα μυστήρια.
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς πατέρες ποὺ τοὺς λένε «νηπτικούς», ἀπὸ τὸ «νήφω» ποὺ θὰ πῆ νὰ ἔχει κανένας κατακάθαρον λογισμὸ καὶ καθαρὴ καρδιά, «καρδίαν νήφουσαν»,ὥστε νὰ νοιώθη κάποια πνευματικὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ παράδοση τῶν «νηπτικῶν» εἶναι πολὺ ἀρχαία. Ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔζησε 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, γνώριζε τὴν «καρδιακή» ἢ «νοερά» προσευχή. Γιὰ νὰ παρακαλέση τὸ Θεὸ νὰ βρέξη ὕστερα ἀπὸ τριάμισι χρόνια ξηρασία, κάθισε χάμω κι ἔβαλε τὸ κεφάλι τοῦ ἀνάμεσα στὰ γόνατά του, ὥστε νὰ ἀκουμπᾶ τὸ πηγούνι του στὴν καρδιά του, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος πὼς γίνεται ἡ καρδιακὴ προσευχή, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος. Τὶς μυστικὲς θεωρίες τὶς κρατούσανε κρυφὲς ὅποιοι τὶς ξέρανε καὶ τὶς διδάσκανε μοναχὰ σὲ μαθητάδες ποὺ εἴχανε μεγάλη καθαρότητα, τέλεια ἀποταγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο κι᾿ ἁγιότητα βίου, γιατί, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «οὐ πᾶς ἱερός». Τέτοιοι «νηπτικοί» σταθήκανε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀσκητάδες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας, Ἀρσένιος ὁ μέγας, Εὐάγριος, Διάδοχος, Μακάριος, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, Ἀντίοχος ὁ Πάντεκτος, Μάρκος, Ἡσαΐας, καθὼς καὶ ἄλλοι ὑστερώτερα: Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Νεόφυτος ὁ Κύπριος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ μαθητὴς τοῦ Νικήτας Στηθάτος, Ἡσύχιος, Φιλόθεος Σιναΐτης. Ἐπὶ αἰῶνες ζούσανε οἱ «νηπτικοί» χωρὶς νὰ φανερώνωνται στὸν κόσμο καὶ θαρρεῖ κανεὶς πὼς εἶχε χαθῆ αὐτὴ ἡ παράδοση. Ἀλλὰ στὰ 1000 μ.X. φανερώθηκε ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀπὸ τὴ Μαύρη Θάλασσα, ποὺ ἔφταξε σὲ μέγα ὕψος, καὶ τόση χάρη τοῦ δόθηκε, ὥστε νὰ μιλᾶ γιὰ τὰ ἄφραστα μυστήρια σὰν νὰ τάβλεπε μὲ τὰ σωματικὰ μάτια του.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος πρωτόγραψε γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή» καὶ μὲ τί τρόπο γίνεται πρακτικά.Ὕστερα ἀπὸ τρακόσια χρόνια, στὰ 1330, φανερώθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «νηπτικός» καὶ δάσκαλος τῆς «καρδιακῆς προσευχῆς». Γεννήθηκε στὰ Καράμπουρνα τῆς Μ. Ἀσίας (ἀρχαῖες Κλαζομενές) βασιλεύοντας ὁ Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος. Κουρεύθηκε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Σινᾶ καὶ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική. Πηγαίνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, βούλιαξε τὸ καράβι στὰ νερὰ τῆς Κρήτης, καὶ βγῆκε στὴ στεριὰ ζωντανός, σὰν ἀπὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ χώθηκε μέσα σ᾿ ἕνα ἄγριο λογγάρι καὶ θρεφότανε μὲ βαλάνια καὶ μὲ ρίζες καὶ μέσα στὴ σπηλιὰ ἀσκήτευε ἕνας γέρος ἀσκητὴς λεγόμενος Ἀρσένιος. Βλέποντας ὁ Γρηγόριος πὼς ὁ Θεὸς τοῦ φανέρωσε αὐτὸν τὸν κρυμμένον ἅγιο γέροντα, προσκολλήθηκε σ᾿ αὐτόν, κι᾿ ἔζησε ἕνα διάστημα μαζί του. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε καὶ κεῖνος τὸν πόθο ποὺ εἶχε ὁ Γρηγόριος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, τοῦ ξεσκέπασε ὅσα ἤξερε γιὰ τὴ «νηπτικὴ θεωρία» καὶ γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή». Ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῖον παλαιὸν γέροντα νὰ τὰ εἶχε διδαχθῆ καὶ πῶς σώθηκε στὴν Κρήτη αὐτὴ ἡ παμπάλαια παράδοση. Ἴσως ἐκεῖνος ὁ γέροντας εἶχε ἔρθει ἀπὸ κάποιο μέρος τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπὸ τὶς σκῆτες ποὺ ἤτανε στὸ βουνὸ τοῦ Λάτρου ἢ στὸ Γαλλήσιον Ὄρος, ποὺ πηγαίνανε κι᾿ ἀσκητεύανε πρὶν νὰ φανῆ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐκεῖ πέρα βρῆκε πολλοὺς μοναχοὺς εὐλαβεῖς κι᾿ ἀσκητικούς, πλὴν δὲν εὑρῆκε κανέναν ποὺ νὰ γνωρίζη τὴ νηπτικὴ θεωρία: «Εἰς δὲ τὸ τοῦ Ἄθω ὄρος ἐλθών, καὶ τὰ ἐκεῖσε περινοστήσας μοναστήρια καὶ ἡσυχαστήρια, πολλοὺς μὲν εὗρε συνέσει καὶ τὴ κατὰ τὸ ἦθος σεμνότητι κεκοσμημένους καὶ περὶ τὸ πρακτικὸν μόνον ἐσπουδακότας, περὶ δὲ τήρησιν νοὸς καὶ ἡσυχίας ἀκρίβειαν καὶ θεωρίαν, ἐπὶ τοσοῦτον ἀμυήτους, ὥστε οὐδὲ ἐξ ὀνόματος τὰ τοιαῦτα οἴους ὄντας διαγιγνώσκειν». Μοναχὰ τρεῖς μοναχοὺς βρῆκε ποὺ εἴχανε μία μικρὴ ἰδέα ἀπὸ τὸ θεωρητικό της νοερᾶς προσευχῆς, κι᾿ αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἡσυχάζανε στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, τὴν ἀρχαία Μονὴ τοῦ Κάσπακος, κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, καὶ λεγόντανε Ἡσαΐας, Κορνήλιος καὶ Μακάριος. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθισε κοντά τους καὶ τοὺς δίδασκε. Ὕστερα, γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, καὶ πῆγε μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάδες του καὶ κατοίκησε σὲ μία σπηλιὰ μέσα στὸ ξεροπόταμο τοῦ Χρέντελι, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ χτίσθηκε ὑστερώτερα ἡ Μονὴ Γρηγορίου.
Μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται ἡ διδασκαλία του στὶς σκῆτες καὶ στὰ μοναστήρια. Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ οἱ πιὸ σπουδαῖοι σταθήκανε Μάρκος «ὁ θεωρητικώτατος», Γεράσιμος καὶ Ἰωσὴφ οἱ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας), Νικόλαος ὁ Ἀθηναῖος, Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ποὺ ἔγινε κατόπι πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κι᾿ ἔγραψε τὸ βίο τοῦ δασκάλου του, Ἰάκωβος ποὺ ἔγινε ἐπίσκοπος Σερβίων, Γρηγόριος ὁ ἀπὸ Συριάνων, Κλήμης ὁ ἐκ Βουλγαρίας, Ἀαρὼν ὁ τυφλός, κι᾿ ἄλλοι. Τὸν καιρὸ ποὺ ληστεύανε οἱ Καταλάνοι τὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πῆγε στὰ νησιὰ καὶ δίδασκε ἀποστολικῶς. Κατόπι πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Θράκη καὶ τέλος στὴ Σερβία, κηρύχνοντας καὶ χτίζοντας μοναστήρια κι᾿ ἐκεῖ παράδωσε τὸ πνεῦμα. Ὁ Μάρκος μαζὶ μὲ ἄλλους μαθητάδες τοῦ ἁγίου ἱδρύσανε τὴ Μονὴ τοῦ Γρηγορίου, κι᾿ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς συστήσανε μία σκήτη στ᾿ ὄνομα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ψηλότερα ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὡς μισὴ ὥρα ἀπόσταση. Ἀπὸ τὰ νάματα τῆς μεγάλης αὐτῆς πηγῆς ἤπιανε πολλοὶ ἅγιοι νηπτικοὶ πατέρες, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, Πέτρος Δαμασκηνός, Νικηφόρος ὁ Μονάζων ὁ ἀπὸ Λατίνου, Μακάριος Νοταρᾶς ἐπίσκοπος Κορίνθου (ἐκοιμήθη στὰ 1808, ἔγραψε· «Πηγὴ καὶ φρέαρ ζωῆς αἰωνίου», τὸ «Λειμωνάριον» κι᾿ ἄλλα), ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ ἐκ Νάξου.
Τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἀζύγωτα γιὰ μᾶς ποὺ ἡ ζωή μας εἶναι σαρκικὴ κι᾿ ἀκάθαρτη, γιατὶ στὴ διάνοιά μας ἀπομένουνε μονάχα λόγια γυμνά, χωρὶς νὰ γίνουνται πράξη καὶ ζωή. Τοῦτα ποὺ λέγει ὁ βιογράφος του γιὰ τὰ ἔργα του, τὰ λέγει γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουνε ἀληθινὰ καθαρίσει τὸν ἀπομέσα ἄνθρωπο: «Τὸν δὲ ἐν αὐτοῖς (τοῖς συγγράμμασιν) κεκρυμμένον πνευματικὸν πλοῦτον, ἠλίκος καὶ ὅσος τὶς ἐστιν, ὁ μὴ παρέργως ἀναγνούς, εὑρήσει καὶ χαρᾷ ὄντως ἀνεκλαλήτῳ χαρήσεται ἐπὶ τῇ εὑρέσει αὐτοῦ».
Νὰ λίγα λόγια ἀπὸ τὰ γραφόμενά του, γυρισμένα, ὅσο μπόρεσα, στὴν ἁπλὴ γλώσσα:
«Γνώση τῆς ἀλήθειας νὰ θεωρῆς προπάντων τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος. Τὶς δὲ ἄλλες γνώσεις, πρέπει νὰ τὶς λέμε φανερώματα τῶν νοημάτων κι᾿ ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων».
«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὅμοια μὲ μιὰ σκηνὴ θεόφτιαχτη, σὰν τὴ μωσαϊκή, ἔχοντας δυὸ καταπετάσματα τῆς μέλλουσας ζωῆς. Στὴν πρώτη σκηνὴ θὰ μποῦνε ὅσοι εἶναι ἱερεῖς τῆς χάρης, καὶ στὴ δεύτερη, ποὺ εἶναι νοητή, θὰ μποῦνε μοναχὰ ὅσοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο λειτουργήσανε τριαδικὰ καὶ μὲ τελειότητα μέσα στὸ γνόφο τῆς θεολογίας, ἔχοντας τὸν Χριστὸ τελετάρχη καὶ πρώτον ἱεράρχη πάνω στὴν ἁγία Τριάδα, μέσα στὴ σκηνὴ ποὺ ἔστησε, καὶ λάμποντας οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὶς λάμψεις τοῦ Χριστοῦ».
«Ἡ μνήμη, ποὺ εἶχε ὁ ἄνθρωπος τότε ποὺ τὸν ἔπλασεν ὁ Θεός, ἀρρώστησε, κι᾿ ἡ γιατρειά, ἀπὸ τὴν πονηρὴ καὶ καταστρεπτικὴ τούτη μνήμη τῶν λογισμῶν ποὺ ξεπέσαμε, εἶναι τὸ νὰ γυρίση πάλιν ὁ ἄνθρωπος σὲ κείνη τὴν ἀρχαία ἁπλότητα. Γιατὶ σὰν παράκουσε στὸ Θεό, αὐτὴ ἡ παρακοὴ ἔκανε ὥστε αὐτὴ ἡ ἁπλὴ μνήμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἤτανε στὸν ἄνθρωπο κάποιο ὄργανο γιὰ νὰ κάνη τὸ καλό, νὰ καταντήση ἕνα ὄργανο γιὰ τὸ κακό, καὶ κατάστρεψε ὅλες τὶς δυνάμεις της, γιατὶ τὴ φυσικὴ ὄρεξη ποὺ εἶχε στὸ καλὸ τὴ σκοτείνιασε καὶ τὴν ἔστριψε στὸ κακό. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἀρρωστημένο καὶ ταραγμένο μνημονικὸ τὸ γιατρεύει ἡ ἀδιάκοπη θύμηση τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ποὺ ἀλλάζει τοῦτο τὸ φυσικὸ μνημονικὸ σὲ κάποιο μνημονικὸ ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, καὶ τὸ κάνει μνημονικὸ πνευματικό».
«Οἱ κατὰ φύση λογικοὶ σταθήκανε μοναχὰ οἱ ἅγιοι ποὺ ἀποχτήσανε τὴν καθαρότητα. Γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου δὲν ἀπόχτησε καθαρὴ γνώση, ἐπειδὴ χαλάσανε τὸ λογικὸ μὲ τοὺς λογισμούς. Γιατὶ τὸ ὑλικὸ καὶ πολύλογο πνεῦμα τῆς σοφίας ἐτούτου τοῦ κόσμου, ἀπλώνοντας τὰ μὲν λόγια στὰ πιὸ γνωστικά, τοὺς δὲ λογισμοὺς στὰ πιὸ ἀγροῖκα, κάνει ὥστε νὰ χαλάση τὸ συνταίριασμα τῆς ἐνυπόστατης σοφίας μὲ τὴ θεωρία καὶ μὲ τὴν ἀμέριστη καὶ ἑνιαία γνώση».
«Πρέπει νὰ γνωρίζης πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τρόμο· (καὶ λέγω τρόμο, ὄχι αὐτὸν ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο ν᾿ ἀπομείνη κανένας ἀπροστάτευτος), ἀλλὰ ἔχει κάποιο ἔντρομο ἀναγάλλιασμα ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγω φόβο, ὄχι ἐκεῖνο τὸ τρόμαγμα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ φόβο τῆς ὀργῆς, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ τὸ φόβο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ σοφία ποὺ λέγεται κι᾿ ἀρχὴ σοφίας».
«Χωρὶς κανένας νὰ εἶναι λυπημένος καὶ χωρὶς νὰ ζῆ βασανισμένη ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξη στὸ λιοπύρι τῆς ἡσυχαστικῆς πολιτείας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πικραίνεται καὶ ποὺ μελετᾶ πρὶν νἄρθουνε στὸ κεφάλι του τὰ βάσανα ποὺ θὰ τραβήξη ὡς ποὺ νὰ πεθάνη καὶ μετὰ τὸ θάνατο, κι᾿ ὑπομονὴ θἄχη καὶ ταπείνωση θὲ ν᾿ ἀποχτήση, ποὺ εἶναι τὰ δυὸ θεμέλια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς».
«Πῶς πρέπει νὰ κάθεται ὁ ἡσυχαστὴς κατὰ τὴ νοερὴ προσευχή. Πότε ἀπάνου σ᾿ ἕνα σκαμνί, γιὰ νὰ ξεκουράζεται, καὶ πότε ἀπάνου στὸ στρωσίδι τοῦ πρὸς ὥρας, γιὰ νὰ ξαποστάση. Κι᾿ ἔχει χρέος νὰ κάθεται στὸ κάθισμά του μὲ ὑπομονή, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Καὶ νὰ μὴ σηκώνεται γλήγορα, βαρυεστημένος ἐπειδὴ πονᾶ τὸ κορμί του ἀπὸ τὴν κούραση, καὶ γιατὶ ὁ νοῦς του ἔχει μέσα του κάποια νοερὴ βουὴ κι᾿ εἶναι ὁλοένα κι᾿ ἀδιάκοπα προσηλωμένος στὴν καρδιά· γιατὶ λέγει ὁ προφήτης: «Νά, πόνοι μὲ πιάσανε, σὰν τὴ γυναίκα ποὺ κοιλοπονᾶ». Ἀλλὰ σκύβοντας κάτω καὶ μαζεύοντας τὸ νοῦ στὴν καρδιά σου ποὺ εἶναι ἀνοιχτή, νὰ παρακαλᾶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ νἄρθη σὲ βοήθειά σου. Καὶ μ᾿ ὅλο ποὺ θὰ πονᾶνε οἱ ὦμοι σου καὶ τὸ κεφάλι σου, καρτέρα θαρρετὰ κι᾿ ἐρωτικά, ζητώντας στὴν καρδιά σου τὸν Κύριο. Γιατὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ κείνους ποὺ τὴ βιάζουνε κι᾿ οἱ βιαστὲς τὴν ἁρπάχνουνε».
«Τὸ μαρούλι εἶναι στὸ μάτι ἴδιο μὲ τὴν πικραλήθρα καὶ τὸ ξύδι εἶναι ἴδιο μὲ τὸ κρασὶ στὴν ὄψη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γέψη ὁ λάρυγγας καταλαβαίνει καὶ ξεχωρίζει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ δυό. Ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, ἂν ἔχη τὴ φώτιση νὰ ξεχωρίζει (ἂν ἔχη τὴ διάκριση), μὲ τὴ νοερὴ αἴσθηση γνωρίζει ποιὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ φαντασίες τοῦ σατανᾶ».
«Ὅποιος δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀκούγει καὶ δὲν αἰσθάνεται πνευματικά, εἶναι πεθαμένος».
ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου